- τραχειοτομώ
- Νιατρ. κάνω τραχειοτομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχεία + -τομώ (< -τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. φλεβο-τομώ. Η λ., στον λόγιο τ. τραχειοτομέω, -ῶ, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.